Ο ρόλος ενός οικοσυστήματος πιστοποιήσεων στη διάδοση του linux

Πάει πάνω από ένα έτος από τότε που δημοσίευσα ένα ανάλογο άρθρο προσανατολισμένο στη διείσδυση του linux στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Οι κύριοι λόγοι που είχα αναφέρει τότε συνοψίζονταν στα παρακάτω:

  • Κανείς δεν απολύθηκε επειδή επέλεξε Microsoft
  • Υποστήριξη υλικού
  • Ευκολία εγκατάστασης και δυνατότητες
  • Τεχνική υποστήριξη
  • Διαθέσιμο λογισμικό
  • Integration με τους Windows clients
  • Κέρδος της τεχνικής εταιρίας

Έχοντας αποκτήσει μόλις πριν λίγες μέρες την πρώτη μου πιστοποίηση Microsoft μου δημιουργήθηκαν μερικές ακόμα σκέψεις για το πως επιχειρήσεις όπως η Microsoft καταφέρνουν να δημιουργούν και να διατηρούν ένα οικοσύστημα γύρω από το brand τους, ισχυροποιώντας της θέση τους στην αγορά. Οι πιστοποιήσεις, παρότι φαίνονται ως απλά η απόκτηση ενός “χαρτιού” αποδεικνύονται ένα βαθύτερο εργαλείο που χρησιμοποιείται τόσο για τους branding σκοπούς της επιχείρησης όσο και για τον τρόπο λειτουργίας της ίδιας της αγοράς εργασίας.

Πριν συνεχίσω θα ήθελα να επιμείνω λίγο ακόμα στις πιστοποιήσεις και τις δομές που έχουν στηθεί πίσω από αυτές. Για να φτάσει κάποιος να πάρει μία πιστοποίηση έχει προηγηθεί η λειτουργία μίας ολόκληρης βιομηχανίας που κινείται γύρω από αυτές. Καταρχάς είναι τα βιβλία. Συγγραφείς, εκδοτικοί οίκοι, διανομείς, βιβλιοπωλεία είναι τα σημαντικότερα στοιχεία αυτού που ονομάζεται “Έντυπο υλικό προετοιμασίας”. Μετά είναι οι ακαδημίες που παραδίδουν μαθήματα και σεμινάρια προετοιμασίας για την πιστοποίηση. Φυσικά και δεν είναι υποχρεωτική η εγγραφή σε ακαδημία, αλλά συχνά η προετοιμασία γίνεται πολύ πιο ολοκληρωμένα και ανώδυνα αν κάποιος εγγραφεί εκεί παρά αν επιλέξει να προετοιμαστεί μόνος του με μόνο “μπούσουλα” το βιβλίο προετοιμασίας. Στις ακαδημίες εμπλέκονται κέντρα πιστοποίησης και διαχείρισης ακαδημιών, τα ίδια τα εκπαιδευτικά κέντρα, καθηγητές, κλπ. Στο κομμάτι των εξετάσεων για την πιστοποίηση υπάρχουν μεγάλες εταιρίες όπως οι Pearson VUE και Prometric οι οποίες παρέχουν την πλατφόρμα (λογισμικό) της εξέτασης και έκδοσης αποτελεσμάτων καθώς και τα ίδια τα εξεταστικά κέντρα, οι επιτηρητές, κλπ. Τέλος, είναι ο εξεταζόμενος ο οποίος καλείται να μελετήσει και, προαιρετικά, να εγγραφεί σε μία ακαδημία ώστε να παρακολουθήσει τα μαθήματα και, εντέλει, να εξεταστεί επιτυχώς και να αποκτήσει την πιστοποίηση. Στα παραπάνω, πρέπει να προστεθεί το στήσιμο της πιστοποίησης από τη μητρική εταιρία, η οποία θα δημιουργήσει τους τίτλους, την ύλη, τις ερωτήσεις, τις απαιτήσεις από τις ακαδημίες και θα οργανώσει όλους τους παραπάνω εμπλεκόμενους.

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι μία ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί γύρω από αυτόν τον τομέα, η οποία μάλιστα φαίνεται να είναι ιδιαίτερα επικερδής. Πολλοί άνθρωποι απασχολούνται από αυτές τις επιχειρήσεις και δημιουργούν έναν αξιόλογο κύκλο εργασιών. Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να υπάρχουν αν δεν υπήρχε ο κεντρικός φορέα (μητρική εταιρία) που θα δημιουργούσε τις πιστοποιήσεις με τη δύναμη του brand της (Microsoft, Cisco, κλπ) και θα οργάνωνε τις παραπάνω δομές. Με απλά λόγια, η μητρική εταιρία δε λειτουργεί ανταγωνιστικά αλλά, αντίθετα, αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο σε μία σειρά από επιχειρήσεις (διεθνείς και τοπικές) να αναπτύξουν τη δική τους κερδοφόρα δραστηριότητα γύρω από τον τομέα των πιστοποιήσεων.

Ο κύκλος όμως δεν σταματάει εκεί. Προχωράει παραπέρα, στους επαγγελματίες που ενισχύουν το βιογραφικό τους περιλαμβάνοντας έγκυρη απόδειξη ότι κατέχουν συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες που είναι κρίσιμες για τον κλάδο τους. Στις επιχειρήσεις που θα προσλάβουν υποψηφίους, όχι βάσει τα όσα αυθαίρετα ενδεχομένως δηλώνει ότι γνωρίζει ο υποψήφιος, αλλά με βάση τα όσα πιστοποιεί ένας επίσημος φορέας, καταξιωμένος στην αγορά. Στους πελάτες της επιχείρησης οι οποίοι θα μπορούν να είναι ήσυχοι ότι η συνεργαζόμενη επιχείρηση διαθέτει πραγματικά εξειδικευμένο προσωπικό πάνω στις απαιτούμενες τεχνολογίες. Και εντέλει στην ίδια την αγορά που μπορεί να κινείται μπροστά, εφαρμόζοντας επιτυχώς τις νέες τεχνολογίες με τρόπο αποδοτικό και όπως προορίζονται να εφαρμοστούν από την κατασκευάστρια εταιρία.

Σε αυτή λοιπόν την φιλοσοφία έχουν επενδύσει επιχειρήσεις όπως οι Microsoft, Cisco, Oracle, SAP και πολλές άλλες. Με αυτόν τον τρόπο έχουν καταξιωθεί στην αγορά, έχουν αποκτήσει πιστό κοινό (τεχνικούς, προγραμματιστές, επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, επιχειρήσεις πελάτες, τελικοί καταναλωτές) και χτίζουν χρόνο με το χρόνο τη φήμη τους.

Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω, μπορούμε να φανταστούμε το εξής σενάριο. Έστω ότι πάω εγώ να εγκαταστήσω έναν server. Ας υποθέσουμε ότι εγώ δεν είμαι καλός στη δουλειά μου, ούτε διαθέτω κάποια πιστοποίηση πάνω στο αντικείμενό μου. Την εγκατάσταση θα την πραγματοποιήσω όχι όπως ακριβώς ορίζει ο κατασκευαστής, αλλά όπως θεωρώ εγώ, κάνοντας ενδεχομένως σημαντικά λάθη και παραλείψεις. Αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν προβλήματα, μερικά από τα οποία είναι ίσως δυσεπίλυτα χωρίς την εκ νέου εγκατάσταση του server από την αρχή, με όσο κόστος (χρονικό και οικονομικό) συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Ο πελάτης μου φυσικά, καθώς δεν έχει τεχνικές γνώσεις θα πιστέψει ότι του πω εγώ που είμαι “ειδικός”. Και εγώ φυσικά δεν θα παραδεχτώ ότι έκανα λάθη, αλλά θα ρίξω το φταίξιμο σε κακό σχεδιασμό από τον κατασκευαστή. (όχι ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο σε ορισμένες περιπτώσεις) Με αυτό τον τρόπο δυσφημίζεται το προϊόν, ζημιώνεται ο πελάτης που δε μπορεί να αξιοποιήσει στο μέγιστο την υποδομή που αγόρασε και αναγκάζεται να επωμίζεται τα κόστη επισκευής εξαιτίας του κακού δικού μου σχεδιασμού και δημιουργεί ενδεχομένως τριβές μεταξύ του πελάτη και εμένα ως τεχνικό. Μάλιστα, αν το δούμε μακροσκοπικά θα διαπιστώσουμε ότι μία γενικευμένη τέτοια κατάσταση υποβαθμίζει την αποδοτικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Τα παραπάνω δεν θα συνέβαιναν αν υπήρχε ένας μηχανισμός να πιστοποιήσω εγώ ως τεχνικός ότι όντως κατέχω τις δεξιότητες για τη συγκεκριμένη εγκατάσταση. Γιατί έχοντας συμμετάσχει σε μερικές εξετάσεις πιστοποίησης διαφόρων vendors μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι όποιος κατέχει μία πιστοποίηση έχει όντως αποκομίσει τη γνώση που αντιστοιχεί σε αυτή.

Αν πάμε να δούμε τι συμβαίνει σχετικά με τα παραπάνω στο χώρο του linux θα διαπιστώσουμε ότι η κατάσταση εκεί είναι σε εμβρυακό επίπεδο. Οι μόνες (σοβαρές) πιστοποιήσεις που έχω υπόψη μου είναι αυτές της RedHat και είναι μόλις δύο! Τη στιγμή που πχ η Microsoft διαθέτει περίπου 400, η Cisco πάνω από 20 (παρότι φτιάχνει μόνο δικτυακές συσκευές) και αντιστοίχως η Oracle, η SAP, κλπ. Επίσης, η RedHat έχει βάλει στην πιο μικρή της και εισαγωγική πιστοποίηση “Red Hat Certified System Administrator (RHCSA)” μία ύλη που αντιστοιχεί σε ένα βιβλίο πάνω από 1000 σελίδες και μάλιστα με όχι και τόσο καλές κριτικές από όσο διαβάζω. Και είναι λογικό, αφού η εξέταση καλύπτει τα πάντα, από διαχείριση λογαριασμών χρηστών, e-mail, βάσεις, servers, clients και γενικά το μισό σύμπαν. Τα δε μαθήματα είναι αρκετά ακριβά, αφού απαιτείται να καλυφθεί μία τεράστια ύλη με εργαστήρια σε servers, δίκτυα, κλπ. Υπόψη ότι η Microsoft διαχωρίζει τις πιστοποιήσεις της για clients, servers, βάσης δεδομένων, mail server, small business λύσεις, enterprise λύσεις, cloud services, κλπ καθιστώντας πολύ πιο εύκολη, γρήγορη και οικονομικά προσιτή την απόκτηση μίας πιστοποίησης.

Από την άλλη η RedHat είναι εύλογο (και καθόλου κατακριτέο) να προσπαθεί να ενισχύσει το brand της μέσα από αυτές τις δύο πιστοποιήσεις. Συνεπώς, τα όσα μάθει εκεί κανείς σε ένα σημαντικό βαθμό δεν θα ισχύουν για άλλες διανομές όπως Debian, Ubuntu, κλπ. Έτσι, δε μπορεί κάποιος να καλυφθεί 100% από τις πιστοποιήσεις της RedHat “γενικά για το linux”. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια πιστοποίηση για Debian ούτε, από όσο γνωρίζω, για Ubuntu ή κάποια άλλη διανομή ή τεχνολογία linux (πχ Apache web server, mail server, Virtualization, κλπ).

Συνεπώς, το linux σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό έχει μείνει έξω από αυτή τη διαδικασία. Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα όσα αναφέραμε στο περσινό άρθρο, δεν υπάρχει ένα ώριμο οικοσύστημα ώστε να δημιουργηθεί ένα ισχυρό branding γύρω από αυτό που θα παρέχει τα κίνητρα και τα μέσα σε όλους τους φορείς που αναφέραμε να αναπτύξουν γύρω από αυτό μία κερδοφόρα δραστηριότητα. Οπωσδήποτε, οι οργανισμοί όπως το ίδρυμα GNU, το Linux Foundation και λοιπά projects όπως το Debian συνεισφέρουν τα μέγιστα στην τεχνολογική εξέλιξη και ανάπτυξη του linux. Χωρίς αυτούς τους οργανισμούς, ομάδες και κοινότητες δεν θα μπορούσε το linux όχι μόνο να φτάσει ως εδώ αλλά ίσως ούτε καν να επιβιώσει ιστορικά. Από την άλλη όμως αυτοί οι φορείς, με τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα τους και τη μη εμπορική εκμετάλλευση του ίδιου του λογισμικού αδυνατούν να δώσουν στο linux τα χαρακτηριστικά που θα του δώσουν την ευκαιρία να καταξιωθεί στην αγορά περαιτέρω και να ξεφύγει από τη σημερινή του στασιμότητα έως και συρρίκνωση.

Προφανώς και θα ήταν λάθος να ζητούσε κανείς από αυτούς τους οργανισμούς κάτι τέτοιο. Όποιος το κάνει σημαίνει ότι αδυνατεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς το ρόλο τους και τις δομές μέσα από τις οποίες πηγάζει αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως linux και γενικότερα ως Ελεύθερο Λογισμικό. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσαν να κάνουν εταιρίες όπως η RedHat και η Canonical. Θα μπορούσαν να εξελίξουν περισσότερο τις πιστοποιήσεις τους, να τις δομήσουν καλύτερα και να δώσουν περισσότερη έμφαση στην υιοθέτησή τους από την αγορά σε όλα τα επίπεδα. Αυτό θα οδηγούσε μακροπρόθεσμα σε μία δραματική βελτίωση της εικόνας του linux στην αγορά, της αξιοπιστίας του απέναντι στην κάλυψη των αναγκών των ΜΜΕ, την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που περιστρέφονται γύρω από το Ελεύθερο Λογισμικό και την μεγαλύτερη εξάπλωσή του στις ΜΜΕ.

Φυσικά, τα παραπάνω δεν είναι τα μόνα σημεία που πρέπει να αλλάξουν ούτε μπορούν να υποκαταστήσουν την ήδη πολύ καλή δουλειά που γίνεται στο Ελεύθερο Λογισμικό με τα κλασσικά μοντέλα ανάπτυξης. Θα συνέβαλλαν όμως με έναν καθοριστικό τρόπο στο να στραφούν περισσότερες επιχειρήσεις σε αυτό και να αναπτυχθεί γύρω του μία σοβαρότερη επιχειρηματική δραστηριότητα, με όσα συνεπάγονται μίας τέτοιας εξέλιξης.

email